ηδονικός

ηδονικός
-ή, -ό (AM ηδονικός, -ή, -όν) [ηδονή]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί
οι οπαδοί τού ιδρυτή τής κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου Αρίστιππου
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ηδονικός
ο οπαδός τού ηδονισμού
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η ηδονική
η αίρεση ή φιλοσοφία τών ηδονικών που δέχεται την ηδονή ώς το μεγαλύτερο αγαθό.
επίρρ...
ηδονικώς και ηδονικά (AM ἡδονικῶς, Μ και ἡδονικά)
1. με τρόπο ηδονικό, που προκαλεί ηδονή
2. με ηδονή, με ευχαρίστηση, με απόλαυση
νεοελλ.-μσν.
γλυκά, όμορφα («ἡδονικά ἐλάλησα», Διγ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἡδονικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδονικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που περικλείνει ηδονή: Ηδονικό αίσθημα. 2. αυτός που προξενεί ηδονή: Ηδονικά χείλη. – Ρουφά ηδονικά τον καφέ του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡδονικά — ἡδονικός of neut nom/voc/acc pl ἡδονικά̱ , ἡδονικός of fem nom/voc/acc dual ἡδονικά̱ , ἡδονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονικώτερον — ἡδονικός of adverbial comp ἡδονικός of masc acc comp sg ἡδονικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονικῶν — ἡδονικός of fem gen pl ἡδονικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονικόν — ἡδονικός of masc acc sg ἡδονικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδονικεύομαι — [ηδονικός] 1. βρίσκω ηδονή σε κάτι 2. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές …   Dictionary of Greek

  • ἡδονικαῖς — ἡδονικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονικοῖς — ἡδονικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονικοί — ἡδονικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”